άρκα ή καλόγνωμες — Γένος ακέφαλων μαλακίων, που περιλαμβάνει περίπου 150 είδη που ζουν ακόμα και 500 μαζί απολιθωμένα. Οι ά. οφείλουν το όνομά τους στην παράξενη μορφή των θυρίδων του οστράκου τους που θυμίζουν πρωτόγονα πλοιάρια (λατινικά arca = κιβωτός)·… … Dictionary of Greek
ισομεγέθης — μέγεθες (Α ἰσομεγέθης, μέγεθες) αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάποιον άλλο, όμοιος στο μέγεθος. επίρρ... ἰσομεγέθως (Α) με ισομεγέθη τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. απειρο μεγέθης, μικρο μεγέθης] … Dictionary of Greek
καρτούτσο — το 1. κυλινδρική δέσμη από χαρτί που περιέχει ομοειδή και ισομεγέθη μεταλλικά κέρματα 2. (στα Επτάνησα) μέτρο χωρητικότητας υγρών που ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο τού κανατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cartuccia «φυσίγγιο» (< carta «χαρτί»)] … Dictionary of Greek
λευκόιο — (Leukojum). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών, της οικογένειας των αμαρυλλίδων. Το λ. είναι βολβόριζη πόα με χιτωνοφόρο βολβό, ύψους 10 20 εκ., παράριζα, στενά και γραμμοειδή φύλλα και λεπτό στέλεχος με λευκά άνθη, τα οποία έχουν έξι ωοειδή, ισομεγέθη… … Dictionary of Greek
Αβογκάντρο, Αμεντέο — (Amedeo Avogadro, conte di Quaregna e Ceretto, Τορίνο 1776 – 1856). Ιταλός επιστήμονας. Διετέλεσε καθηγητής των μαθηματικών και της φυσικής στο Βασιλικό Κολέγιο του Βερτσέλι· από το 1820 έως το 1822 είχε την έδρα της θεωρητικής φυσικής στο… … Dictionary of Greek
αιγιαλοσαυρίδες — (αigialosauridae). Επιστημονική ονομασία οικογένειας λεπιδωτών ερπετών που έχει εκλείψει. Είχαν μήκος 1 έως 2,5 μ., μεγάλο κεφάλι και όλα τα πόδια τους ήταν ισομεγέθη. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν στη νεοκωμική διάπλαση του παλαιοκρητιδικού… … Dictionary of Greek
αναμείκτης — Συσκευή με την οποία πραγματοποιείται η ανάμειξη δύο ή περισσότερων στερεών ή υγρών ουσιών. Οι α. χρησιμοποιούνται στη χημική βιομηχανία και στα επιστημονικά εργαστήρια, τόσο για την επίτευξη ομογενών μειγμάτων, όσο και για την πρόκληση… … Dictionary of Greek
βιβούρνο — (viburnum). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καπριφολιδών. Είναι θάμνοι αειθαλείς ή φυλλοβόλοι, σπανίως μικρά δενδρύλλια, μερικοί ιθαγενείς του ελληνικού χώρου και άλλοι της Βόρειας Αμερικής και της Κίνας. Φυτά ανθεκτικά, συχνά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
ισομεγέθης, -ης, ισομέγεθες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει το ίδιο μέγεθος με κάποιον άλλο: Ισομεγέθη ποσά. – Ισομεγέθεις λίθοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)